Μία τα ξημερώματα στην Αθήνα και χτυπάει το κινητό μου. Κοιμάμαι μακάρια, ξυπνάω και βλέπω το νούμερο. Πολλοί αριθμοί, άγνωστης προέλευσης. Δεν το σηκώνω και προσπαθώ να ξανακοιμηθώ. Έχω μόλις γυρίσει από Αλάσκα και δεν έχω ακόμα συνέλθει από την αλλαγή της ώρας και το μακρύ ταξίδι. Έχουμε 11 ώρες διαφορά με τη μεγαλύτερη σε έκταση πολιτεία της Αμερικής. Όταν πηγαίνουν εκεί για ύπνο, εμείς κοιμόμαστε και το αντίθετο. Την άλλη μέρα το μεσημέρι δέχομαι ξανά μια κλήση στο κινητό μου από το ίδιο άγνωστο νούμερο. Αυτή τη φορά το σηκώνω και ακούω μια τραχιά και βαθιά, γεμάτη τρυφερότητα φωνή: «Γλύκα μου, έφτασες καλά; Πώς ήταν το ταξίδι σου; Μου έδωσες μεγάλη χαρά που σε γνώρισα. Μου έφτιαξες τη μέρα». Ήταν η Αθηνά! Η υπέροχη Ελληνίδα γιαγιά που γνώρισα στο Άνκορατζ, τη μεγαλύτερη πόλη της Αλάσκας, όταν επισκέφτηκα το εστιατόριο της οικογένειάς της, το μοναδικό με ελληνική κουζίνα σε ολόκληρη την περιοχή.
Η ιστορία ξεκινάει ως εξής: η Αλάσκα είναι ένας εξωτικός προορισμός όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για τους Αμερικάνους. Όταν βρέθηκα εκεί για το 23ο Συνέδριο Θεάτρου στη μικρή κωμόπολη του Βαλντίζ με τους 4.000 κατοίκους, δεν περίμενα ότι θα συναντήσω άλλους Έλληνες. Συνάντησα όμως αρκετούς καλλιτέχνες που μένουν μόνιμα στο Άνκορατζ με τους 300.000 κατοίκους και μία εξ αυτών, η Colby Bleicher, με ενημέρωσε ότι μία από τις καλύτερές της φίλες είναι από την Ελλάδα και μένει στην Αλάσκα! Το Άνκορατζ έχει ελληνική κοινότητα με 80 περίπου οικογένειες και η οικογένειά της φίλης της με τη γιαγιά Αθηνά στο τιμόνι έχει το μοναδικό ελληνικό εστιατόριο της πόλης! Τσέκαρα το εισιτήριο της επιστροφής και είδα ότι έχω 3 ώρες στο Άνκορατζ μέχρι την επόμενη πτήση μου για Λος Άντζελες. Έπρεπε να γνωρίσω τη γιαγιά Αθηνά! «Μπορώ να σε πάρω εγώ από το αεροδρόμιο με το αγόρι μου και να πάμε στο εστιατόριο», μου λέει η Colby, «είμαι σίγουρη ότι θα χαρεί να σε γνωρίσει. Την αγαπάω πολύ. Κάθε φορά που με βλέπει με λέει “Colby mou”! Τι είναι αυτό το “μου”; Είναι κάτι ξεχωριστό για τους Έλληνες; Εμείς το χρησιμοποιούμε μόνο όταν θέλουμε να κάνουμε τον ήχο της αγελάδας»! Γέλασα με την καρδιά μου και της εξήγησα ότι σημαίνει “my Colby”, η δική μου Κόλμπυ, τρυφερή σα χάδι προσφώνηση για τους ανθρώπους που αγαπάμε.
Το ραντεβού λοιπόν κανονίστηκε με τη Ζωή, τη μικρή κόρη της γιαγιάς Αθηνάς, και η Κόλμπυ με τον Τζάκσον κατέφτασαν στο αεροδρόμιο του Άνκορατζ για να με παραλάβουν και να με οδηγήσουν στην “Pizza Olympia”, το εστιατόριο της οικογένειας Μαρούδα. Στην ιστοσελίδα τους γράφει: «Καλώς ήρθες! Σερβίρουμε στην Αλάσκα από το 1984 και σε καλωσορίζουμε στο τραπέζι μας. Στην Ελλάδα και την Ιταλία, το φαγητό είναι γιορτή. Οι οικογένειές μας συγκεντρώνονται σε εστιατόρια το βράδυ για να μιλήσουν και να απολαύσουν χαλαρά ο ένας την παρέα του άλλου. Η “Pizza Olympia” σου φέρνει τις γεύσεις της πατρίδας μας με Ευρωπαϊκή γκουρμέ αισθητική. Έλα κοντά μας ή πάρε τηλέφωνο για δωρεάν παράδοση στο σπίτι για να περάσεις το χρόνο σου με την οικογένειά σου»! Ένα μήνυμα ζεστό, όμορφο και ευπροσήγορο, όπως είναι και η ατμόσφαιρα του εστιατορίου από την πρώτη στιγμή που θα πατήσεις το πόδι σου.
Καθόμαστε στο τραπέζι, η Κόλμπυ κάνει τις συστάσεις, μιλάω επιτέλους τη γλώσσα μου μετά από δυο βδομάδες περίπου και βλέπω ένα τεράστιο χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη της Αθηνάς στο άκουσμα των ελληνικών: «Χαίρω πολύ, Αθηνά. Είμαι η Γλύκα και έρχομαι από Ελλάδα». Αγκαλιές, φιλιά χωρίς να γνωριζόμαστε: «Περήφανη που είμαι Ελληνίδα. Αγαπώ την πατρίδα μου εγκαρδίως. Η Ελλάδα μου λείπει. Είμαστε από Ζάκυνθο. Έχεις πάει; Είναι πολύ ωραία. Ο άντρας μου είναι τώρα εκεί και θα γυρίσει το Δεκέμβρη. Έχουμε ελιές και πάει κάθε χρόνο. Εγώ προσπαθώ να πηγαίνω κάθε χρόνο, αλλά δεν μπορώ πάντα. Έκανα μια φορά και 7 χρόνια να πάω. Τι να κάνω; Είχα τρία παιδιά να μεγαλώσω και τα παιδιά μου απέκτησαν τα δικά τους παιδιά. Η οικογένειά μας μεγάλωσε».
Είχα απορίες. Γιατί να φύγουν από τη Ζάκυνθο; Πώς βρέθηκαν στην Αλάσκα, όπου έξι μήνες το χρόνο ο ήλιος δεν κάνει την εμφάνισή του; «Είναι πολύ ωραία στη Ζάκυνθο, αλλά εμείς τότε δεν είχαμε λεφτά να πάρουμε στα παιδιά μας ρούχα, ένα παγωτό, ένα παιχνίδι. Ήταν δύσκολα. Ο Στάθης, ο αδερφός μου, έμενε τότε στην Αλάσκα και μου είπε: «Έλα». Έτσι έπεισα το Διονύση (σ.σ. το σύζυγό της) και ήρθαμε. 31 χρόνια πριν! Ο Δημήτρης μου ήταν τότε 17 χρονών, ο Γιώργος μου 15 και η Ζωή μου μόλις 4. Με κόπο και ιδρώτα αποκτήσαμε τα πάντα. Τι να σας φέρω να φάτε; Ο γιος μου μαγειρεύει στην κουζίνα. Γνώρισες το Γιώργο; Είναι παντρεμένος με τη Γιωργία και έχουν δυο παιδιά. Το Χρήστο που είναι 16 χρονών και το Διονύση που είναι 13. Εδώ είναι όλοι. Θα τους γνωρίσεις. Όλοι μιλάμε ελληνικά. Η Γιωργία, η νύφη μου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα και μένει 18 χρόνια στην Αλάσκα. Το γιο μου τον φωνάζουν George οι Αμερικάνοι. Όταν ήταν μικρός, οι φίλοι του τον έλεγαν Γιο-Γιο και το άλλαξε σε George για να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Πάλι πιάσαμε την κουβέντα και δε θα προλάβετε να φάτε. Τι να σας φέρω»;
Η Κόλμπυ με τον Τζάκσον ήθελαν πίτσα. Εγώ της ζήτησα να αποφασίσει η ίδια τι να μου φέρει. «Κάνε μου έκπληξη», της είπα αστειευόμενη. «Μόνο μη φέρεις πολλά, γιατί έχω μεγάλο ταξίδι μπροστά μου, μη βαρυστομαχιάσω»! Μας έφερε άφθονη Αλασκανή μπύρα, την πίτσα για τα παιδιά, ένα σαγανάκι και μια χωριάτικη σαλάτα με μπέικον για τη μέση και για μένα αρνάκι με μπρόκολο και μακαρόνια. «Είναι όντως ελληνικές οι γεύσεις;», με ρωτάει η Κόλμπυ. «Ναι», της απαντάω, «είναι όλα πεντανόστιμα! Μου κάνει εντύπωση το μπέικον στη χωριάτικη». Η Κόλμπυ γελάει και μου λέει: «Είσαι στην Αμερική. Εδώ, άμα το πιάτο δεν έχει κρέας, είναι σα να μην έχεις φάει»!
Η Αθηνά έρχεται, κάθεται μαζί μας. «Ήμουν καθαρή, ήμουν τίμια και από πάντα δούλευα σκληρά. Οι άνθρωποι στην Αλάσκα μου έδειξαν σεβασμό και έδωσαν στα παιδιά μου ό,τι ήθελαν. Το εστιατόριο το έχω σαν παιδί μου. Φέρομαι στους πελάτες όπως στην οικογένειά μου. Η Ζωή (σ.σ. η μικρή της κόρη) δεν μπορεί να έρθει. Έχει μωρό και πάει για τα εμβόλια σήμερα. Να την πάρουμε τηλέφωνο. Θέλει να σου μιλήσει». Η Αθηνά μού δίνει το τηλέφωνο και ακούω τη Ζωή με μια κοριτσίστικη, χαρωπή φωνή όλο παράπονο να λέει: «Συγγνώμη που δεν μπόρεσα να έρθω. Ήθελα τόσο πολύ να σε γνωρίσω. Ελπίζω την επόμενη φορά να καταφέρουμε να βρεθούμε».
«Οι ξενιτεμένοι δεν ξεχνούν την πατρίδα», μου λέει η Αθηνά μόλις κλείνω το τηλέφωνο. «Ακολουθούν τα ήθη και τα έθιμα. Ακούς τη μουσική; Είναι ελληνική. Χαρούλα Αλεξίου. Καμιά φορά ακούμε αμερικάνικα και χορεύουμε»! «Πόσα εγγόνια έχεις», τη ρωτάω. «Εφτά βασιλόπουλα. Δύο από τη Ζωή, τον Κωνσταντίνο που είναι 5 χρονών και την Αθηνά-Κατερίνα που είναι 5 μηνών. Ο άντρας της ο Ανδρέας είναι από Θεσσαλονίκη. Ήρθε για σπουδές στην Αμερική και γνωρίστηκαν στο Τέξας. Δύο εγγόνια από το Γιώργο και τη Γιωργία. Το Χρήστο και το Διονύση που γνώρισες. Έχω και τρία βασιλόπουλα από το γιο μου το Δημήτρη που έφυγε από τη ζωή 37 χρονών». Η φωνή της Αθηνάς γίνεται ακόμα πιο βαθιά και αργόσυρτη. «Άφησε πίσω του τρία αγγελούδια και τη γυναίκα του, τη Σάντυ. Η Αθηνά είναι τώρα 25 χρονών, ο Διονύσης 21 και η Χριστίνα 19. Είναι δύσκολο να χάνεις το παιδί σου. Έπρεπε να φανώ δυνατή για τα άλλα μου παιδιά και για τα εγγόνια μου. Παρηγορούμαι στη σκέψη ότι θα ξαναβρεθούμε σύντομα. Πώς σας φαίνεται το φαγητό»;
«Everything’s perfect, sir», απαντάει αυθόρμητα ο Τζάκσον και της ζητάει αμέσως συγγνώμη που την αποκάλεσε «κύριο». Η Αθηνά φοράει το πιο γλυκό της χαμόγελο. «Θα σε κάνω να γελάσεις», του λέει. «Τις περισσότερες φορές στο τηλέφωνο με περνάνε για κύριο»!
Η ώρα περνάει γρήγορα. Της λέω ότι σε λίγο πρέπει να φύγω για το αεροδρόμιο. Η Αθηνά θέλει να μου δείξει την αυλή με τη μεγάλη φωτογραφία από τη Ζάκυνθο. «Ξέρεις τι είναι το πρώτο πράγμα που κάνω όταν κατεβαίνω από το αεροπλάνο στην πατρίδα; Να φτιάξω έναν ελληνικό και να καπνίσω ένα τσιγάρο. Εσύ καπνίζεις; Θέλεις να πιούμε έναν ελληνικό μαζί και να καπνίσουμε ένα τσιγαράκι προτού να φύγεις»;
Φυσικά και το ήθελα… Όταν είσαι εκτός Ελλάδας είναι πάντα γλυκιά η συνάντηση με συμπατριώτες σου. Στην “Pizza Olympia” γνώρισα μερικά μόνο μέλη της οικογένειας Μαρούδα, όλοι άνθρωποι γελαστοί, φιλόξενοι, φιλότιμοι. «Να πας στη Ζάκυνθο τώρα το καλοκαίρι», μου λέει η Αθηνά την ώρα που φεύγω, «και να πεις ότι είσαι φίλη μου. Φίλη της Αθηνάς της Μαρούδα από Αλάσκα. Όλοι μας ξέρουν εκεί. Έτσι να πεις». Μικρός που είναι ο κόσμος τελικά.
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στη Lifo.
Kommentare