Όταν έχεις καιρό να βγεις, ξεχνάς τα βασικά και μπλέκεις σε μπελάδες.
Έχουμε αποφασίσει μετά από τρεις σχεδόν μήνες εγκλεισμού, ακολουθώντας αρχικά την ευρωπαϊκή καραντίνα -βλέποντας το τέρας να πλησιάζει- και στη συνέχεια την υποτυπώδη μεξικάνικη καραντίνα, να κάνουμε μία φορά την εβδομάδα ημερήσιες εξορμήσεις έξω στη φύση, κοντά στην Πόλη του Μεξικού. Για να παίρνουμε λίγο τον αέρα μας, να περπατάμε, να μη μας σαλέψει. Με τη μοτοσικλέτα για λόγους ασφαλείας. Την πρώτη εβδομάδα πήγαμε Ajusco, την περασμένη Κυριακή πήγαμε στην #Presa_Iturbide και την επόμενη λέμε να πάμε Desierto de los Leones.
Όταν όμως έχεις να βγεις καιρό από το σπίτι, ακόμα και αν ταξιδεύεις όλη σου τη ζωή, δεν αργείς να συνειδητοποιήσεις ότι είσαι εκτός φόρμας. Εκτός του ότι λαχανιάζεις στα πρώτα 10 μέτρα, ξεχνάς να πάρεις μαζί σου βασικό εξοπλισμό, απαραίτητο για την πεζοπορία στον ανοιχτό αέρα. Για παράδειγμα, πήγαμε στο #Ajusco -ένα εθνικό πάρκο που βρίσκεται σε υψόμετρο 3.500 μέτρων- και δεν πήραμε μαζί μας αντιηλιακό. Γύρισα σαν τον κώλο της μαϊμούς. Στην Presa Iturbide πήρα αντιηλιακό και νόμιζα ότι ήμαστε καθ' όλα έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της ημέρας. Κούνια που με κούναγε...
Αφού κάναμε πάνω από τον μισό γύρο της λίμνης, αφού γκρίνιαξα για τον κόσμο που είναι μαζεμένος στο καταφύγιο χωρίς μέτρα προστασίας εν μέσω πανδημίας, αφού ξεκινήσαμε να κάνουμε το επόμενο φωτογραφικό μας πρότζεκτ... ακούσαμε τα πρώτα αστραπόβροντα. Και φυσικά μείναμε κόκαλο. Δεν είχαμε τίποτα για να προστατευτούμε από τη βροχή. Απολύτως τίποτα. Και έχει ξεκινήσει επίσημα η περίοδος των βροχών. Σχεδόν κάθε μέρα βρέχει καταρρακτωδώς. Ένα ζευγάρι ηλιθίων. Αυτό ένιωσα ότι ήμασταν. Με ρώτησε ο Πάτρικ αν έχω ομπρέλα. Του απάντησα όχι. Εσύ; Ούτε εγώ. Μια σακούλα σκουπιδιών; Οτιδήποτε; Τίποτα. Βλέπω τα ρούχα μας, βαμβακερά, βλέπω τα παπούτσια μας, σταράκια. Δεν άργησε η βροχή. Μαζέψαμε τον εξοπλισμό μας, τον βάλαμε μέσα στο σακίδιο του Πάτρικ που πάλι καλά ήταν πλαστικό και έκλεινε ερμητικά, το δικό μου σακίδιο ήταν υφασμάτινο, γιατί τόσο μου κόβει, και την αράξαμε κάτω από ένα δέντρο. Πού αλλού να πάμε μες στη δασική έκταση; Κάπου στα 100 μέτρα υπήρχε ένα σπιτάκι, αλλά ήταν κλειδαμπαρωμένο...
Όταν έριξε έναν κεραυνό που τάραξε όλο μου το είναι και απέσυρε από τα αυτιά μου κάθε δυνατότητα ακοής, λέω στον σύζυγο, πάμε να φύγουμε από εδώ, θα πεθάνουμε. Μου λέει ο Πάτρικ, πού να πάμε, δεν ξέρουμε τον δρόμο, αν γυρίσουμε πίσω θα κάνουμε άλλη μία ώρα, αν συνεχίσουμε το μονοπάτι δεν ξέρουμε πού οδηγεί, μπορεί να μην καταφέρουμε να φτάσουμε απέναντι. Λέω δεν με νοιάζει, ας συνεχίσουμε το μονοπάτι να δούμε πού θα μας βγάλει, είναι πιο κοντά από εδώ η μηχανή για να φύγουμε. Συνεχίσαμε για 50 μέτρα και άρχισε να βρέχει καρεκλοπόδαρα. Τα πάντα μες στη λασπουριά. Μείναμε εκεί που μας βρήκε η καταιγίδα. Κάτω από ένα δέντρο πάλι. Λίγο πιο πέρα ήταν μια τετραμελής οικογένεια που είχε κατασκηνώσει κάτω από μία φουσκωτή βάρκα. Τους έπιασε το μάτι μου να φορούν μεγάλες πλαστικές σακούλες. Τους πλησιάζω, τους ρωτάω, σας παρακαλώ, μήπως έχετε να μας δώσετε δύο πλαστικές σακούλες; Θα σας πληρώσουμε. Μου λέει έχω μία. Λέω, ό,τι έχετε, πληρώνω όσο-όσο. Τελικά, είχε δύο ο άνθρωπος και του δώσαμε 50 πέσος που δεν τα δέχτηκε ο καλός μου. Τον ρωτάω, βγάζει από εδώ ο δρόμος για την έξοδο; Μου λέει, από εδώ είναι επικίνδυνα, θα σας πρότεινα να κάνετε τον γύρο της λίμνης για μεγαλύτερη ασφάλεια. Λέμε, φτου σου, ρε γαμώτο, είμαστε μούσκεμα, πώς θα γυρίσουμε πίσω που έχουμε συν μία ώρα με τη μηχανή μέχρι την Πόλη του Μεξικού;
Βάλαμε τις σακούλες, μείναμε εκεί καθηλωμένοι, δεν κουνήσαμε ρούπι. Σε λίγο άρχισε να ρίχνει χαλάζι... Πολύ. Χαλάζι. Μας έπιασε νευρικό γέλιο, λέμε θα γυρίσουμε άρρωστοι και μελανιασμένοι, μας λυπήθηκε η οικογένεια κάτω από τη φουσκωτή βάρκα, μας λένε οι γονείς, να, σας κάναμε λίγο χώρο, ελάτε. Και πανδημίες ξεχάσαμε και κορωνοϊούς, μπήκαμε κάτω από τη βάρκα με πλάτη στους ανθρώπους, τουλάχιστον να κρατήσουμε τα προσχήματα ασφαλείας.
Όταν τελείωσε το χαλάζι και σταμάτησαν οι καρέκλες, είχε περάσει πάνω από μία ώρα. Μας λέει ο πατήρ της οικογένειας, εμείς θα φύγουμε τώρα. Η γυναίκα του ήθελε να πάει προς τα μπρος, αυτός ήθελε να πάει προς τα πίσω. Είχαν και δυο μικρά παιδιά. Σε όλη τη διάρκεια όμως της περιπέτειας, γελούσαν, μιλούσαν, το διασκέδαζαν. Και σκέφτηκα, τι ωραία φυλή είναι αυτή, ρε παιδί μου. Δεν χάνουν το κέφι τους. Ακόμα και στο τιμόνι όταν είναι και μάλιστα μες στο κυκλοφοριακό χάος της χαοτικής αχανούς πόλης του Μεξικού, βλέπεις, οι οδηγοί είναι ήρεμοι, αλέγκροι, ατάραχοι. Τι να πω για τους Έλληνες και τους Ιταλούς που είναι έτοιμοι για καβγά σε κάθε 5 μέτρα;
Τέλος πάντων, την απόφαση την πήρε η γυναίκα, κίνησε πρώτα αυτή και τι να κάνει ο σύζυγος, ακολούθησε. Ακολουθήσαμε κι εμείς σαν τις ουρίτσες. Μας έδειξε η γυναίκα και ο 6χρονος γιος τον δρόμο και βρεθήκαμε -μετά από ένα κακοτράχαλο μονοπάτι μες στις λάσπες και τις ανηφοριές- επιτέλους στον δρόμο για τη μοτοσικλέτα. Την ευχή μου να 'χουν, αν δεν ήταν αυτοί, ακόμα εκεί θα ήμασταν.
Βρεγμένοι ως το κόκαλο, βάλαμε τις σακούλες μπροστά στο στέρνο να προστατευτούμε κάπως από το κρύο, 3.500 μέτρα υψόμετρο για, βάλαμε όσες μάσκες είχαμε στο στόμα, στο λαιμό, να περιορίσουμε την επέλαση του αγέρα και ξεκινήσαμε. Φτάσαμε στο σπίτι ούτε θυμάμαι τι ώρα, ήμασταν τυχεροί μες στην ατυχία μας, γιατί ξαναξεκίνησε η βροχή αμέσως μόλις βγάλαμε τα μουσκεμένα παπούτσια μας στην εξώπορτα. Τι περιπέτεια... Δεν αρρωστήσαμε τελικά. Τίποτα δεν πάθαμε. Και να σας πω τη μαύρη μου αλήθεια, πολύ το ευχαριστηθήκαμε. Νιώσαμε επιτέλους και πάλι ζωντανοί! Ότι έχει η ζωή μας κάποιο νόημα. Και θυμήθηκα τον παππού μου τον Χρήστο από τη Γρίβα που έλεγε πάντα: “Η ζωή δεν είναι γλυκιά χωρίς λίγη περιπέτεια”. Ναι, παππού μου. Δεν είναι γλυκιά χωρίς περιπέτεια.
Komentarze